ὀνομάζομαι

ὀνομάζομαι
ὀνομάζω
speak of by name
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ονομάζομαι — ονομάζομαι, ονομάστηκα, ονομασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • εισακούω — (AM εἰσακούω) ακούω κάποιον με ευμένεια, δέχομαι ευνοϊκά την παράκληση κάποιου («εισακούει τις παρακλήσεις μου», «εἰσάκουσον τής δεήσεώς μου») νεοελλ. εισακούομαι γίνονται δεκτές οι υποδείξεις μου μσν. 1. (για δίκη) γίνομαι δεκτός 2. ονομάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • επίκλη — ἐπίκλη, ή (AM) 1. (κατά τον Ησύχ.) επίκληση, επωνυμία χρησιμοποιείται μόνο στην αιτ. στην έκφραση ἐπίκλην ἔχω ονομάζομαι, καλούμαι, έχω ονομασία («ἄστρα, ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά», Πλάτ.) 2. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπίκλην α) κατ’ επίκληση, με την… …   Dictionary of Greek

  • επικαλώ — (AM ἐπικαλῶ, έω) μέσ. επικαλούμαι 1. κάνω έκκληση σε κάτι («σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον», Δημοσθ.) 2. προσκαλώ ως μάρτυρες 3. παθ. παίρνω παρατσούκλι («Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον», Ξεν.) 4. (μέσ., στον αρχ. και ενεργ.) καλώ σε… …   Dictionary of Greek

  • επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… …   Dictionary of Greek

  • ετερωνυμώ — ἑτερωνυμῶ, έω (Α) [ετερώνυμος] ονομάζομαι διαφορετικά …   Dictionary of Greek

  • ευφημώ — (ΑΜ εὐφημῶ, έω, Α δωρ. τ. εὐφαμέω) [εύφημος] 1. αποφεύγω κάθε δυσοίωνη λέξη, αποφεύγω τις βλασφημίες, μεταχειρίζομαι ευοίωνες λέξεις («φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ, εὐφημῆσαί τε κέλεσθε», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ επέκτ.) τηρώ θρησκευτική σιγή 3. επαινώ,… …   Dictionary of Greek

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”